κυμαίνομαι

κυμαίνομαι
varier

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Regardez d'autres dictionnaires:

  • κυμαίνομαι — κυμαίνομαι, κυμάνθηκα βλ. πίν. 46 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κυμαίνομαι — κυμάνθηκα 1. αμφιταλαντεύομαι, κινούμαι μεταξύ δύο αποφάσεων. 2. αυξομειώνομαι, ανεβοκατεβαίνω: H θερμοκρασία κυμαίνεται μεταξύ 7 και 17°C …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυμαίνω — (AM κυμαίνω) [κύμα] 1. (για θάλασσα) υψώνομαι σε κύματα, κυματίζω, εξογκώνομαι, φουσκώνω («ὑπό πόντον ἐδύσετο κυμαίνοντα», Ομ. Οδ.) 2. (για γραμμή στρατιωτών) κινούμαι όπως το κύμα, ελίσσομαι, κινούμαι κυματοειδώς («τῆς δ ὑφ αὑτῷ στρατιᾱς τὸ… …   Dictionary of Greek

  • λειοκυμαίνω — (Μ) (για τη θάλασσα) είμαι σχεδόν γαλήνια, κυμαίνομαι πολύ ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + κυμαίνω (< κῦμα)] …   Dictionary of Greek

  • μπαίνω — (Μ μπαίνω και μπαίννω και ἐμπαίνω και ἐμπαίννω) 1. εισέρχομαι («και μπαίνει μέσα στη σπηλιά κι αποκοιμιέται», Γρυπ.) 2. (σχετικά με όχημα) επιβιβάζομαι («μπήκαν στο βαπόρι») 3. προσλαμβάνομαι σε υπηρεσία, διορίζομαι («μπήκε στην τράπεζα») 4.… …   Dictionary of Greek

  • μπαλαντζάρω — και παλαντσάρω [μπαλάντζα] είμαι ασταθής, κυμαίνομαι …   Dictionary of Greek

  • παρεμφέρω — Α [εμφέρω] 1. είμαι λίγο ή κάπως όμοιος («ἄλυσσος βοτάνη τῷ πρασίῳ παρεμφέρουσα», Ασκληπιάδ. Ν.) 2. παθ. παρεμφέρομαι εισάγομαι κάπου επί πλέον 3. παθ. κυμαίνομαι επίσης κι εγώ («τὰ παρεμφερόμενα ἐν τῷ χύματι», Γαλ.) …   Dictionary of Greek

  • περικυκλώ — (I) έω, ΜΑ [κυκλώ, έω] μσν. 1. περιβάλλω από όλες τις πλευρές, περικυκλώνω 2. περιβάλλω με τους βραχίονες, αγκαλιάζω αρχ. 1. κινώ κυκλικά, ολόγυρα, περιστρέφω 2. παθ. περικυκλοῡμαι, έομαι κυμαίνομαι. (II) όω, ΜΑ βλ. περικυκλώνω …   Dictionary of Greek

  • συγκυμαίνομαι — Α (για τον Ατλαντικό Ωκεανό) είμαι πολύ τρικυμιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κυμαίνομαι «ανεβοκατεβαίνω, συνταράσσομαι» (< κῦμα)] …   Dictionary of Greek

  • συναιθύσσω — Α 1. κυμαίνομαι μαζί ή συγχρόνως με άλλον 2. κινώ κάτι συγχρόνως με κάτι άλλο και γρήγορα («συναιθύσσειν πλοκάμους θυέλλαις», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αἰθύσσω «αναταράζω»] …   Dictionary of Greek

  • ԱՄԲՈԽԻՄ — (եցայ.) NBH 1 0057 Chronological Sequence: Early classical, 8c, 9c, 10c, 11c, 12c կ.ձ. ταράσσομαι turbor, κυμαίνομαι fluctuo, aestuo Խռովիլ. վրդովիլ. աղմկիլ. ծփիլ. յուզիլ. խառնակիլ, տակնուվրայ ըլլալ. ... *Ծով՝ ջուրս հոսանաց բազմաց ըմպելով՝… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”